νεραγώγιον

νεραγώγιον
νεραγώγιον, τὸ (Μ)
1. αγωγός νερού
2. υδραγωγείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)-* + ἀγώγιον (< ἀγωγός), πρβλ. αμαξ-αγώγιον, υδρ-αγώγιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”